καταψώ

καταψώ
καταψῶ, -άω (Α)
1. ψηλαφώ ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω («τὴν δὲ καταψῶσαν τοῡ παιδίου τὴν κεφαλήν», Ηρόδ.)
2. ξύνω («καταψᾱν τοὺς τοίχους»)
3. μαλάσσω, τρίβω («λίπα τε ἠλείψαντο καὶ κατέψησε μάλα εἰρηνικῶς ἅτερος τὸν ἕτερον ἐν τῷ μέρει», Λουκιαν.)
4. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω
5. παθ. καταψῶμαι, -άομαι
πλήττομαι στην κατάλληλη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ψῶ «χαϊδεύω, τρίβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταψῶ — καθάπτω fasten fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) καταψάω stroke pres imperat mp 2nd sg καταψάω stroke pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταψάω stroke pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταψάω stroke… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάψησις — κατάψησις, ήσεως, ἡ (Α, δωρ. τ. κατάψασις) [καταψώ] επιγρ. το σκάψιμο, το σκάλισμα τού εδάφους …   Dictionary of Greek

  • προκαταψώ — άω, Α τρίβω καλά, καθαρίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταψῶ «μαλάσσω, τρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”